φιντεϊσμός

φιντεϊσμός
και φιδεϊσμός, ο, Ν
1. (φιλοσ.) ιρασιοναλιοτική φιλοσοφική αντίληψη που δίνει προτεραιότητα στην πίστη έναντι τής επιστήμης ή θέτει στο ίδιο επίπεδο την πίστη και την επιστήμη
2. θεολ. ιρασιοναλιοτική αντίληψη κατά την οποία η πίστη εξαρτάται κυρίως από το συναίσθημα και είναι σε θέση να φθάσει αφ' εαυτού της σε ύψιστες αλήθειες, απροσπέλαστες στη λογική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fideism < λατ. fides «πίστη» + κατάλ. -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιδεϊσμός — ο, Ν θεολ. βλ. φιντεϊσμός …   Dictionary of Greek

  • Λαμενέ, Φελισιτέ Ρομπέρ ντε- — (Félicité Robert de Lamennais, Σαν Μαλό, Βρετάνη 1782 – Παρίσι 1854). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Μεταξύ του 1817 και του 1825 δημοσίευσε στο Παρίσι το Δοκίμιο περί αδιαφορίας στα θέματα της θρησκείας, που μπορεί να θεωρηθεί το μανιφέστο της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”