- φιντεϊσμός
- και φιδεϊσμός, ο, Ν1. (φιλοσ.) ιρασιοναλιοτική φιλοσοφική αντίληψη που δίνει προτεραιότητα στην πίστη έναντι τής επιστήμης ή θέτει στο ίδιο επίπεδο την πίστη και την επιστήμη2. θεολ. ιρασιοναλιοτική αντίληψη κατά την οποία η πίστη εξαρτάται κυρίως από το συναίσθημα και είναι σε θέση να φθάσει αφ' εαυτού της σε ύψιστες αλήθειες, απροσπέλαστες στη λογική.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fideism < λατ. fides «πίστη» + κατάλ. -ism].
Dictionary of Greek. 2013.